ωτόλιθος

ωτόλιθος
ο, Ν
ζωολ.
1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων
2. (κατ' επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ., στον πληθ. ὠτόλιθοι, μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθ. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • ωτοκονία — η, Ν ανατ. (παλαιός τ.) ο ωτόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otoconie (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + κόνις «σκόνη»)] …   Dictionary of Greek

  • ωτολιθοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν φρ. «ωτολιθοφόρος υμένας» ανατ. υμένας που καλύπτει την ελεύθερη επιφάνεια τών ακουστικών κηλίδων τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωτόλιθος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”