- ωτόλιθος
- ο, Νζωολ.1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων2. (κατ' επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ., στον πληθ. ὠτόλιθοι, μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθ. Ψαρά].
Dictionary of Greek. 2013.